- τοκέα
- τοκέᾱ , τοκεύςone who begetsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοκέας — τοκέᾱς , τοκεύς one who begets masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)